Μια τετράγωνη αίθουσα στον πρώτο όροφο του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης, ένα κάθισμα και μια γυναίκα καθισμένη όσες ώρες μένει ανοιχτό το Μουσείο, επί τρεις μήνες που θα διαρκέσει η έκθεση. Τη μια ημέρα με κόκκινο φουστάνι, την άλλη με μπλε. Είναι η Μαρίνα Αμπράμοβιτς, η τρομερή Σέρβα της τέχνης και της ζωής, που κάθεται εκεί και περιμένει.
Ο επισκέπτης-θεατής μπορεί να βολευτεί στη δική του καρέκλα απέναντί της κατά την είσοδο ή την έξοδό του από την έκθεση των ενεργειακών αντικειμένων και κάποιων φωτογραφιών και video της καριέρας της. Μπορεί να μείνει όση ώρα επιθυμεί ή αντέχει -έως και μία ώρα- και να δημιουργηθεί ουρά. Ωστόσο, ουδείς αντέχει για πολύ να την κοιτά στα μάτια. Οι περισσότεροι φεύγουν γρήγορα, κάποιοι κλαίνε, λες και αυτή η γυναίκα, εκτός από πρωθιέρεια της σύγχρονης τέχνης και των performances, είναι και μια ιέρεια της ζωής που επιβάλλει σκέψεις, ανοίγματα ψυχής, καταστάσεις συναισθηματικές.
Στην εισαγωγή του καταλόγου της έκθεσης του ΜοΜΑ, ο διευθυντής του μουσείου Γκλεν Λόουρι θυμάται ότι έκανε μια συνέντευξη μαζί της, πριν από πολλά χρόνια, για τις περφόρμανς της δεκαετίας του 1970, όταν το μηχάνημα προβολής έπαψε να υπακούει. «Μην ανησυχείς, εγώ είμαι Γιουγκοσλάβα και έχω συνηθίσει να ξεπερνώ τις δυσκολίες. Απλά κοίταζέ με», του είπε.
Το βλέμμα τα λέει όλα. Τα χρόνια των περφόρμανς, από το 1970, την έχουν εξασκήσει να εκφράζεται με το βλέμμα. Η ιστορία και η σχέση της πεντάμορφης αυτής γυναίκας, που τα 64 χρόνια τής προσθέτουν γοητεία δίχως να έχουν αγγίξει καθόλου το πρόσωπο και το σώμα της, ξεκινά από το τέλος της δεκαετίας του 1960 αλλά και παλαιότερα, όταν πέντε χρόνων έπαιρνε την εντολή από τη γιαγιά της να μην κουνηθεί από την καρέκλα της και την εκτελούσε. Εμενε ακίνητη, επί δύο ώρες.
Ολα αυτά τα γράφει στην αυτοβιογραφία της, που κυκλοφορεί με αφορμή την έκθεσή της στο ΜοΜΑ. Για την αυστηρή, στρατιωτική ανατροφή από τη μάνα, την Ντανίκα, αντάρτισσα του Τίτο και πρώτη διευθύντρια του Κρατικού Νοσοκομείου του Βελιγραδίου στο νεοσύστατο σοσιαλιστικό μεταπολεμικό κράτος της Γιουγκοσλαβίας και από το 1965 διευθύντρια του Μουσείου της Επανάστασης και της Τέχνης. Για τον πατέρα Βόγιο, που τιμήθηκε ως ήρωας της Επανάστασης αλλά που εγκατέλειψε την οικογένεια το 1964, αφήνοντας στη μάνα όλη την ευθύνη. Για τη γιαγιά που τη φρόντιζε. Για τον αδελφό του παππού, τον Πατριάρχη της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Σερβίας -ανάμεσα στα αντικείμενα που έχει χρησιμοποιήσει στις περφόρμανς είναι και βυζαντινές εικόνες. Για την εποχή που δεν επιτρεπόταν να βρίσκεται έξω από το σπίτι μετά τις 10 το βράδυ. Φοιτήτρια στη Σχολή Καλών Τεχνών αλλά και περφόρμερ στην πατρίδα, δεν τόλμησε ποτέ να επιστρέψει μετά τις 10 στο σπίτι, έως το 1976 που έφυγε για το Αμστερνταμ. Εκεί συνάντησε τον Γερμανό καλλιτέχνη Uwe Laysiepen, τον γνωστό μας Ουλάι, γεννημένο την ίδια ημέρα με εκείνη, ο οποίος έγινε σύντροφός της στην τέχνη και στη ζωή.
Η Αμπράμοβιτς είναι μυστικίστρια, έως σήμερα. Ασχολείται με την ενέργεια, την αύρα, τις ανατολικές θρησκείες, τον διαλογισμό. Με τον Ουλάι δούλεψε στο ζήτημα των δύο που γίνονται ένα. Η πολύ γνωστή περφόρμανς -που σήμερα την αναπαράγουν τα νέα παιδιά που δούλεψαν τρία χρόνια μαζί της έως ότου μπουν στο πνεύμα και τους κανόνες της δικής της πειθαρχίας- είναι τα δύο κεφάλια με τα πλεγμένα μεταξύ τους μαλλιά, τα σώματα ντυμένα το ίδιο ακριβώς, όλα στην έννοια τού ανδρόγυνου, όπου το αρσενικό και το θηλυκό συνυπάρχουν. Στο βιβλίο, πάλι, γράφει ότι οι δύο καλλιτέχνες ήταν δύσκολο να ζουν μαζί, με αποτέλεσμα το 1988, ύστερα από μεγάλο διάστημα ενός ισχυρά κλονισμένου γάμου, να αποφασίσουν το διαζύγιο και το τέλος, που γράφτηκε με μια περφόρμανς, 2.500 χιλιόμετρα στο Σινικό Τείχος.
Η σχέση της Αμπράμοβιτς με τους άνδρες δεν είναι και ό,τι καλύτερο. Και ο δεύτερος γάμος της -τι μανία να παντρεύεται με νυφικό και τη μάνα δίπλα της σε θρησκευτική τελετή- χάλασε πρόσφατα, χάριν μιας νεαρής ξανθιάς. Δεν το γράφει στο βιβλίο ακριβώς, αλλά το συζητά, προσθέτοντας ότι εκείνος μετάνιωσε και εκείνη μάλλον τον θέλει πίσω στο σπίτι. Αλλά αυτά είναι ανεπίσημα κουτσομπολιά, που έμαθα στο ΜοΜΑ, στη διάρκεια μιας ομιλίας-περφόρμανς που έδωσε λίγο πριν από τα εγκαίνια της έκθεσής της.
Στο ΜοΜΑ, οι νεαροί συνεργάτες της παρουσιάζουν μια επιλογή από σημαντικές περφόρμανς που εναλλάσσονται καθημερινά. Πριν ξεκινήσει η έκθεση κυκλοφορούσαν φήμες ότι θα άλλαζε χώρο καθίσματος, ότι θα έκανε δύσκολες, σχεδόν ακροβατικές περφόρμανς. Η αλήθεια είναι ότι δεν θα μετακινηθεί από το κάθισμα, το οποίο έχει φτιαχτεί ώστε να περιέχει και τουαλέτα (κάτι σαν γιογιό) έως τις 31 Μαΐου, που θα κλείσει η έκθεση.
Τι βλέπουν οι θεατές, που καθημερινά εισρέουν στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης; Φιλμ, φωτογραφίες, όλα τα ενεργειακά αντικείμενα που έχει χρησιμοποιήσει στις περφόρμανς, την αναβίωση της δουλειάς της από τους νέους -από τα Rhythm έως το Public Body. Εκείνο που δεν μπορεί να αναβιώσει κανείς, πολλώ μάλλον στη Ν. Υόρκη που δεν θα άντεχε τα σάπια κόκαλα τόσον καιρό, είναι το Βαλκανικό Μπαρόκ, το έπος και το μοιρολόι των Βαλκανίων, με τη Μαρίνα να θρηνεί ώρες ατέλειωτες καθισμένη στα σάπια κόκαλα, του 1999 στη Βενετία. Είναι και η τελευταία επική προσωπική της δουλειά. Προβάλλεται σε γιγαντοοθόνη στο μουσείο, ενώ η ίδια καθιστή κοιτάει στα μάτια τον θεατή. *
Σχεδιάζει την κηδεία της σε τρεις πόλεις
Στο Χάντσον, σε απόσταση δύο ωρών από το Μανχάταν, έχει οργανώσει ήδη το ίδρυμά της, με ένα είδος θεάτρου με οπτικοακουστικά, σχολή περφόρμανς και χώρο φιλοξενίας καλλιτεχνών. Από την άλλη, σχεδιάζει άψογα την κηδεία της στα τρία μέρη του κόσμου όπου έζησε (Βελιγράδι, Αμστερνταμ, Νέα Υόρκη), μία με πραγματικό πτώμα και δύο με ομοίωμα, με την άποψη ότι όπου ζεις, πεθαίνει ένα κομμάτι σου· δηλαδή η ίδια η ζωή σε θανατώνει.
Την αποχαιρετάμε; Οι πιστοί της, ίσως. Οι σκληρές περφόρμανς έγιναν δίχως τη σύμπραξη της μεσαίας τάξης. Τώρα την περιμένει ένας άλλος κόσμος, πιο επίσημος, στην όπερα που ετοιμάζει με τον Μπομπ Γουίλσον το 2011. Ο χρόνος, βλέπετε, είναι σκληρός. Μπορεί να την κρατά θεά στα 64 χρόνια της, συνωμοτεί, ωστόσο, για να την εντάξει στο πάνθεον των ισχυρών της τέχνης.